Τετάρτη 17 Μαρτίου 2021, σε ηλικία 81 ετών (κλεισμένα), έφυγε για το τελευταίο ταξίδι του ο Πορτοχελιώτης καπετάν Βασίλης ο Κυριαζής, ο θρύλος των ψαράδων του Ατλαντικού.
Για τον καπετάν Βασίλη, γράφει στο βιβλίο του “Πέλαγα και Πεσκάδες” ένας άλλος καπετάνιος, ο καπετάν Δημήτρης Σιμσιρίκης:
Ο καπτάν Κυριαζής, εδώ στο “δύο” πλάτος, καλάριζε κι’ έβγαζε ψάρια…ψάρια καλά πάνω στην κουβέρτα, δεν ήθελε να τελειώσει αυτή η βαρκάδα. Τραβούσε την τράτα του πάνω στην τραγάνα*(σκληρός βυθός), και την περνούσε ξυστά στα ρέζικα* (ξέρες και κοράλλια).
-Θα περάσω την τράτα μου μέσα απ’ το καφενείο τους θα τους πάρω μαζί με τα τραπέζια και τις καρέκλες…έλεγε.Έβγαζε σφυρίδες, βλάχους, φαγκριά, αστακούς, σαμπιέρους, καλαμάρια ένα μέτρο…πώς να φύγει…
Ένιωσε το συναίσθημα που νιώθουν όλοι οι ψαράδες. Λυπούνται όταν γυρνάνε στο λιμάνι και χαίρονται όταν φεύγουν στο πέλαγος, που θα έπρεπε να είναι ανάποδα.
Σκέφθηκε τη χρονιά που πέρασε, πόσα ψάρια μπαρκάρισε για την πατρίδα. Έντεκα βαρκαδιές* (φορτία), λογάριασε…θάταν χίλιοι τόνοι και παραπάνω…
Χαμογέλασε, έξυσε το καπέλο του με ικανοποίηση, κοίταξε πίσω την προπελιά του και άναψε ένα τσιγάρο. Οι προπελιές σκάζανε μακριά, που σημαίνει ότι η τράτα του ήταν “βαριά”…δηλαδή ήταν φορτωμένη ψάρια. Ναι…είχε έρθει η στιγμή για το τελευταίο σαλπάρισμα.
Πάνω στη γέφυρα είχε το εικόνισμα του Αϊ-Νικόλα του Θαλασσινού. Έβγαλε το καπέλο του άναψε το καντήλι, έκανε το σταυρό του τρείς φορές και μουρμούρησε μέσα από τα γένια του.
-Σ’ ευχαριστώ Άγιε μου, που ούτε έναν δεν μπαρκάρισα μ ’αρρώστια για την πατρίδα… δώσε μου λίγες μέρες ακόμα, να τους πάω όλους πίσω στο σπίτι τους.
Σ’ ευχαριστώ….σ ευχαριστώ…είπε κι άλλα ευχαριστώ. Για την μηχανή του που δεν έσβησε ένα χρόνο, για τις πεσκάδες*(τα ψάρια) που έστειλε στην Ελλάδα, για το πλήρωμά του που παινευόταν στα λιμάνια, ότι ήταν γι’ αυτόν το δώρο του Θεού.
Οι γιοι του που ήταν στον Περαία καπεταναίοι σε μεγάλα ποστάλια*(επιβατηγά πλοία) τον πίεζαν ότι αυτό πια..θα ήταν το τελευταίο του μπάρκο.
-Πατέρα βάλτο στο μυαλό σου…αυτό είναι το τελευταίο σου μπάρκο…θα κάτσεις σπίτι με τ αγγόνια και την μάνα μας…έγραφε στο γράμμα ο μεγάλος του ο γιος…
Το σκέφθηκε, χαμογέλασε ειρωνικά και μουρμούρησε…
-Σιγά…να ξεμπαρκάρω…μωρέ μπαίνει ο σμπρίλος* στο κλουβί; (σμπρίλος είναι ο καρχαρίας της Μεσογείου) Εκείνη τη στιγμή το αποφάσισε…θα ξαναμπαρκάριζε.
Άνοιξε το ντουλάπι και έπιασε ένα μαύρο ουίσκι…”ετικέτα νέγκρα” τόλεγε…για να το γιορτάσει. Μέσα απ΄τα γένια του μουρμούρησε πάλι…
-Κυριαζή…η λεβάντες, η πουνέντες…δεν φυσάνε δυο καιροί μαζί. Ή γιορτάζεις ή λυπάσαι , πες τι θέλεις. Αυτά γυρνούσαν στο μυαλό του αυτές τις τελευταίες ώρες. Έπρεπε όμως να το τελειώσει αυτό το μπάρκο, σήμερα…τώρα.
Έδιωξε τον αράπη που έκανε τιμόνι…ήθελε να μείνει στη γέφυρα μόνος του.
Η ματιά του ήταν χαμένη, κάπου βαθιά στον ορίζοντα, και ξαφνικά “σαν ανάποδη προπελιά”, τούρθε στο μυαλό ότι είχε στον Ατλαντικό, ένα χρόνο.
Ένιωσε ένα κάψιμο στο στήθος, που θα έπιανε λιμάνι, με αργές κινήσεις άνοιξε τον διακόπτη για τα μεγάφωνα τις κουβέρτας και διέταξε.
-Λοστρόμε…σάλπα την τράτα…φεύγουμε για Ντακάρ.

Στη φωτογραφία ο αείμνηστος καπετάν Βασίλης με τον συνεργάτη του ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗ Βαγγέλη Πίλουρη.