Το σχολείο Θηλέων στα τέλη του 19ου αιώνα και τα πρώτα χρόνια της νέας 10ετίας του 20ου αιώνα στεγαζόταν, καθώς φαίνεται, σε δημοτικό κτήριο που βρισκόταν στην ίδια θέση όπου στη συνέχεια οικοδομήθηκε το Σχολείο του Συγγρού για να στεγαστεί εκεί, από το έτος 1904, το Δημοτικό Σχολείο Θηλέων Ερμιόνης.
Η απόφαση της κατασκευής του πάρθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 1900 από το Εποπτικό Συμβούλιο του Νομού Αργολίδας, το οποίο στην 37η πράξη του §2 αναφέρει προς τον Υπουργό επί των Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως να ενεργήσουν για την κατασκευή διδακτηρίου στην Ερμιόνη γιατί «το υπάρχον δημοτικόν διδακτήριον του Σχολείου Θηλέων όπερ κείται εν θέσει καταληφθησομένη υπό του νέου διδακτηρίου, δεν δύναται να μετασκευασθή ούτως ώστε να επαρκέση εις τας ανάγκας του 2/ταξίου Σχολείου Θηλέων».[1]
Μετά την έκδοση δύο υπουργικών αποφάσεων για τη διενέργεια των μειοδοτικών δημοπρασιών που δημοσιεύτηκαν η πρώτη (υπ’ αρ. 19605/24-10-1900) στο Φ.Ε.Κ. 331/28 Οκτωβρίου 1900 και κατέστη άγονη, η δε δεύτερη (υπ’ αρ. 23373/4-12-1900) στο Φ.Ε.Κ. 385/8 Δεκεμβρίου 1900 επί υπουργίας Σ. Στάη. Τα κείμενα και των δύο δημοπρασιών είναι ακριβώς τα ίδια και αποτελούνται από 6 άρθρα. Η δεύτερη δημοπρασία, όπως και η πρώτη, «διενεργήθη» στο Ναύπλιο από 12-14 Ιανουαρίου. Την άνοιξη του ίδιου έτους ξεκίνησαν οι εργασίες οικοδόμησης του διδακτηρίου σύμφωνα με τα σχέδια του Δημητρίου Καλλία (1859-1939) μηχανικού του Υπουργείου των Εσωτερικών.
Ο Δημ. Καλλίας με καταγωγή από τη Χαλκίδα μετά την αποφοίτησή του από τη Σχολή των Τεχνών, όπως ονομαζόταν τότε το σημερινό Πολυτεχνείο, ως πολιτικός μηχανικός συνέχισε τις σπουδές του στη Γάνδη του Βελγίου και επηρεασμένος από το γερμανικό νεοκλασικισμό σχεδίασε τέσσερις (4) τύπους διδακτηρίων (Τ/Α΄6/τάξιο, Τ/Β΄4/τάξιο, Τ/Γ΄2/τάξιο, Τ/Δ΄ μονοτάξιο) ανάλογα με τον αριθμό των μαθητών.
Το Σχολείο «Συγγρού» της Ερμιόνης ήταν τύπου Γ΄2/τάξιο με προϋπολογισμό δαπάνης του έργου δεκαεννέα χιλιάδες (19.000) δραχμές. Τα χρήματα θα πληρώνονταν από τη διαθήκη του Ανδρέα Συγγρού και τα εκπαιδευτικά τέλη, όπως ο νόμος όριζε. Το κτήριο, αν και δεν αναφέρεται πουθενά η ημερομηνία αποπεράτωσής του, φαίνεται, να τελείωσε στις αρχές του 1904.
Έτσι την ίδια σχολική χρονιά στεγάστηκε σ’ αυτό το Δημοτικό Σχολείο Θηλέων μέχρι το 1929, οπότε και νομοθετήθηκε η συνεκπαίδευση των δύο φύλων.
Η θέση του μοναδική σ’ ένα από τα ωραιότερα σημεία της ήσυχης πόλης. Με ανατολικό προσανατολισμό που άφηνε τη ματιά να ανταμώνει τα νερά του Ερμιονικού κόλπου και να «αρμενίζει» στον απέραντο θαλασσινό ορίζοντα που ξανοιγόταν μπροστά της. Εκείνη η προκλητική θέα ήταν που έκανε τη σκέψη των παιδιών να πετά και να αναδεύει μυθολογικές διηγήσεις και ταξίδια κοντινά ή μακρινά που έφταναν ίσαμε την Μπαρμπαριά θαλασσοδαρμένων ναυτικών της Ερμιόνης που μπορεί να ήσαν γονείς, συγγενείς ή φίλοι τους.
Η αρχιτεκτονική του μορφή νεοκλασική, σε έντονη αντίθεση με το περιβάλλον πρόβαλε κυρίως με την μπροστινή του όψη σαν «μικρό Πανεπιστήμιο». Άλλωστε καθώς μας πληροφορούν οι ειδικοί όλα τα Σχολεία τύπου Καλλία (Συγγρού) ήσαν αποτύπωμα του ίδιου προτύπου που παρέπεμπε, ανάλογα του τύπου του, λιγότερο ή περισσότερο στο κτήριο του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το διδακτήριο ισόγειο, επίμηκες, υπερυψωμένο, επιβλητικό, αγέρωχο, μεγαλειώδες. Ελεύθερο από τις τρεις πλευρές του βόρεια, δυτικά και ανατολικά με την πέτρινη σκάλα και έξι σκαλοπάτια σε σχήμα Π. Μεγαλύτερο το πρώτο καθώς την ανεβαίνουμε και μικρότερο το τελευταίο σε οδηγούν στη μεγάλη δίφυλλη πόρτα της εισόδου. Αυτή είναι στολισμένη με δύο παραστάδες (τετράγωνος κολόνες), μια σε κάθε πλευρά που φέρουν κορινθιακά κιονόκρανα, ενώ πάνω από την πόρτα βρίσκεται τριγωνικό αέτωμα με τρία ακροκέραμα, ανθέμια εννέα φύλλων με το μεσαίο φύλλο της κορυφής μεγαλύτερο των άλλων.
Τα παράθυρα μεγάλα, στενόμακρα, ξύλινα, τέσσερα δεξιά και τέσσερα αριστερά με κορνίζες ανάμεσα, προβάλλουν το αισθητικό αποτέλεσμα. Παράλληλα βοηθούν τον άπλετο μονόπλευρο φωτισμό των αιθουσών και την εύκολη ανανέωση του αέρα. Ένας διάδρομος στον κεντρικό άξονα της εισόδου χώριζε τις δύο αίθουσες διδασκαλίας, ενώ υπάρχει και τρίτη αίθουσα που προοριζόταν για γραφείο των διδασκαλισσών. Στο εσωτερικό υπάρχουν δύο πόρτες εξόδου των μαθητών για διάλειμμα στην ευρύχωρη αυλή του Σχολείου, που βρισκόταν στο δυτικό μέρος.
Η στέγη του διδακτηρίου δικλινής, με εντυπωσιακή κορυφογραμμή, κεραμοσκεπής. Έξι ακροκέραμα, λιτά, ανθέμια των εννέα και έντεκα φύλλων, ανομοιογενή, ένα σε κάθε γωνιά του κτηρίου και από ένα στις δύο άκρες της κορυφογραμμής σχηματίζουν δύο νοητά τεράστια τρίγωνα βόρεια και νότια. Το διδακτήριο στην αρχική του μορφή είχε και υπόγειο με είσοδο από την αυλή και φεγγίτες στην πρόσοψη.
Ασφαλώς το περιώνυμο Σχολείο του Συγγρού ή Σύγγρειο Σχολείο, όπως συνήθιζε να το ονομάζει ο αείμνηστος πρόεδρος του Ερμιονικού Συνδέσμου Απόστολος Γκάτσος, ήταν το μεγαλοπρεπέστερο και λαμπρότερο από τα δημόσια και ιδιωτικά κτήρια που οικοδομήθηκαν το πρώτο μισό του 20ου αιώνα στην πόλη μας. [2]
Κατά το πρώτο έτος λειτουργίας του Σχολείου 1904 – 1905 ήσαν εγγεγραμμένες εκατόν τριάντα πέντε (135) μαθήτριες. Στην Α’ τάξη σαράντα τέσσερις (44), στη Β’ σαράντα (40), στην Γ’ τριάντα τρεις (33) και στην Δ’ δεκαοκτώ (18) ενώ φοίτησαν εκατόν είκοσι επτά (127). Διευθύντρια του Σχολείου ήταν η Μαρία Νικολέττου και δεύτερη δασκάλα η Αικατερίνη Φρούτα από τις Σπέτσες.
Αργότερα όταν προστέθηκαν οι τάξεις Ε’ και Στ’ και το Σχολείο έγινε 3/τάξιο χρησιμοποιήθηκε ως αίθουσα το γραφείο των διδασκαλισσών, ενώ η τρίτη δασκάλα που διορίστηκε ήταν η Ερμιονίτισσα Χαριτίνη Παπαμιχαήλ-Σταυριανού.
Στις 4 Ιουλίου 1927 ο υπομηχανικός Μαζαράκης με σημείωμά του ενημερώνει ότι το διδακτήριο Θηλέων Ερμιόνης τύπου Καλλία, που ήδη είχε υποβιβαστεί σε 2/τάξιο, «χρήζει των εξής επισκευών»:
-
Επισκευή της στέγης
-
Επισκευή των κουφωμάτων και τοποθέτηση μερικών στηριγμάτων
-
Ελαιοχρωματισμό των κουφωμάτων
-
Υδροχρωματισμό εξωτερικό και εσωτερικό
-
Τοποθέτηση μιας υδρορροής στο υπόστεγο