«Τα καριοφίλια του 21 κελαηδούν και πάλι στην εθνική μνήμη. Οι λαμπρές ώρες της φυλής ξαναζωντανεύουν.
Χορός μυθικός στήνεται με πελώρια βήματα από το σκοτάδι στο φως, από τα δεσμά στη λευτεριά, από τη Σταύρωση στην Ανάσταση. Η Ιστορία χαράζει την πύρινη τομή της στο σώμα του Γένους. Η ρωμιοσύνη ξεσηκώνεται, καθώς η μοίρα της το προστάζει. Ψυχές πυρακτωμένες ακολουθούν κι ένα μεθύσι νίκης ευλογημένο αρχίζει.
Ο άνθρωπος του μέτρου συναντά τον άνθρωπο της υπέρβασης του κανόνα. Εκεί στο φαινομενικά ακατόρθωτο, όπου αγιάζεται το αίμα, ηρωοποιείται η θυσία και ο θάνατος δοξολογείται και δοξάζεται».
«Σήμερον τα άνω τοις κάτω συνεορτάζει και τα κάτω τοις άνω συνομιλεί». Σήμερα ο Αρχάγγελος Γαβριήλ το «Χαίρε Κεχαριτωμένη» στην Παρθένα ψάλλει και το ελπιδοφόρο μήνυμα του Ευαγγελισμού κομίζει. Σήμερα ο Δεσπότης Γερμανός το «Ελευθερία ή Θάνατος» βροντοφωνάζει και οι διψασμένες καρδιές των Ελλήνων λυτρωτικά δέχονται το άγγελμα του αγώνα. Η πίστη στο Θεό, ο έρωτας της λευτεριάς και στα πεπρωμένα της φυλής αστράφτουν και φεγγοβολούν, όπου ελληνική ψυχή και ακόμη παραπέρα.
Σελαγίζει και στον Κάτω Ναχαγιέ! Οι προπάτορές μας ακούν το πολεμικό σάλπισμα. Χωρίς δισταγμό παίρνουν τα λιανοτούφεκα, ζώνονται τα γιαταγάνια και ορμούν για το «ποθούμενο», «δια θρησκείαν και πατρίδα», κατά το λόγο του Μακρυγιάννη. Άνδρες και γυναίκες δίνουν γονατιστοί τον όρκο πρώτα στο «Γκούρι Βιτόρεσε» και αμέσως μετά στο Μοναστήρι της Κοιλάδας.
Ο αοίδιμος Μητροπολίτης Κορίνθου Παντελεήμων Καρανικόλας στο βιβλίο του «Το Κρανίδι, κομμάτια από τη χαμένη ιστορία του» αναφέρει:[1]
«Η επανάσταση στο Κρανίδι κηρύχθηκε στις 27 Μαρτίου 1821, με προτροπή του Κρανιδιώτη Γκίκα Μπόταση, που ήλθε στην πόλη από τις Σπέτσες και ξεσήκωσε τους κατοίκους. Πιθανότατα την ίδια μέρα κήρυξαν την επανάσταση και οι Σπετσιώτες. Ήταν τη χρονιά αυτή, η εβδομάδα του Λαζάρου. Στην Ερμιόνη, το Καστρί, όπως λεγόταν τότε, που είχε πληθυσμό με τους γύρω συνοικισμούς περίπου 2.000 κατοίκους, η επανάσταση κηρύχθηκε τις δυο πρώτες ημέρες του Απριλίου».
Ήδη από τις 25 Μαρτίου είχε ορισθεί ως αρχηγός των στρατιωτικών δυνάμεων των Κατωναχαϊτών ο κληρικός παπα-Αρσένης Αναστασίου Κρέστας ή Κρέστης.[2]
«Σήμερον την 25η Μαρτίου 1821 διορίζομεν γενναίον αρχηγόν των στρατιωτωτικών δυνάμεων Αργολίδος (εννοεί την Ερμιονίδα) τον Αρσένιον Κρέσταν…», σημειώνεται στην εντολή του διορισμού του. Την υπογράφουν από την Ύδρα οι: Αναστάσιος Μπότασης, Ιωάννης Ορλάνδος, Ιωάννης Μέξης, Γεώργιος Κουντουριώτης, Λάζαρος Κουντουριώτης και Γκίκας Μπότασης.
Την 1η Απριλίου σε ειδική συνεδρίαση της Δημογεροντίας και των προκρίτων του Κρανιδίου, ύστερα από πρόσκληση του παπα – Αρσένη, ανακοινώθηκε επίσημα η κήρυξη της Επανάστασης των καπεταναίων της Πελοποννήσου ενάντια στον τουρκικό ζυγό. Ακολούθησε γενικό πολεμικό προσκλητήριο και τις επόμενες ημέρες έγινε επιστράτευση των Κατωναχαϊτών.[3]
Στις 4 Απριλίου, λίγο προτού ξεκινήσουν τον άνισο αγώνα, τα στρατεύματα συγκεντρώθηκαν στο «Γκούρι Βιτόρεσε», την «Πέτρα της Βιτόρας», την «Πέτρα της Βικτωρίας» ή «Πέτρα της Νίκης» και έδωσαν τον όρκο τους. Στο μέρος αυτό τούς οδήγησε με τους θερμούς φιλοπατριωτικούς του λόγους, ο παθιασμένος για τη λευτεριά ιερωμένος αρχηγός τους. Στο σχετικό έγγραφο που δημοσιεύεται στο βιβλίο του μακαριστού Παντελεήμονα αναφέρονται τα εξής:[4]
«Εις τον δρόμον της Κοιλάδος επί του λίθου τούτου (Γκούρι Βιτόρεσε) το 1821 τη 4η Απριλίου όταν οι προπάτορές μας εξεστράτευσαν κατά των βαρβάρων της Εθνικής υποδουλώσεως όπου διέτρεχαν τον έσχατον των κινδύνων, ζωή, τιμή και περιουσία, έδωσαν χείρας και κατόπιν εγένετο ο αγιασμός και εξεβρόντησαν (έκαναν ομοβροντία όπλων) γονατιστοί άνδρες και γυναίκες στο λεγόμενο αλβανιστί Γκούρι Βιτόρεσε».
Σύμφωνα με τοπική παράδοση που μου διηγήθηκε ο παπα-Γκίκας Παπαδημητρίου, εφημέριος στον Ι. Ν. των Εισοδίων (Κάτω Παναγία) στο Κρανίδι, προηγήθηκε Θεία Λειτουργία στον Ι. Ν. της Σύναξης της Θεοτόκου (Πάνω Παναγία).
Ταξιδέψτε μαζί μας και φανταστείτε όλους τους ιερωμένους αγωνιστές να συλλειτουργούν τελώντας την τελευταία τους λειτουργία. Τον αρχιμανδρίτη Διονύσιο Βούλγαρη, ηγούμενο της Ι. Μ. του Αγίου Δημητρίου Αυγού, τον αρχιμανδρίτη Ιωάσαφ Οικονόμου (Τζερεμέ), ηγούμενο της Ι. Μ. της Ζωοδόχου Πηγής Κοιλάδας, τον παπα – Δημήτρη Κρομύδα ή Διονύσιο Σύγκελο, εφημέριο του ενοριακού ναού του Αγίου Βασιλείου στο Κρανίδι, τον παπα – Θανάση, Ερμιονίτη ιερέα, τον Ιωσήφ Καλαρά, μοναχό στην Ι. Μ. των Αγίων Αναργύρων και αρκετούς άλλους. Το γενικό πρόσταγμα στο Συλλείτουργο, όπως και στον αγώνα, έχει ο αρχιμανδρίτης Αρσένης Κρέστας, ο θρυλικός Παπαρσένης.
Η Λειτουργία οδεύει προς το τέλος της. Η Κεντρική Πύλη του Ιερού, η Ωραία Πύλη, ανοίγει και εμφανίζεται ο Παπαρσένης. Κρατά στα τίμια χέρια του το Άγιο Δισκοπότηρο. Το σηκώνει ψηλά και αναφωνεί:
«Μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης προσέλθετε»! Τα παλληκάρια προσέρχονται σταυροκοπούμενα και μεταλαμβάνουν των αχράντων μυστηρίων.
Σ’ αυτή τη μοναδική Λειτουργία οι ιερωμένοι – πολέμαρχοι συνέψαλαν και συνεύχονταν για την ευόδωση «του υπέρ πίστεως και πατρίδος αγώνος κατά ξηράν τε και θάλασσαν». Κάτω από τα ιερά τους άμφια είχαν ζωσμένα τα όπλα του αγώνα και πιο μέσα «κατοικούσε» η αδούλωτη και αδάμαστη ψυχή τους.
Στην πρώτη συνάθροιση των αγωνιστών στο «Γκούρι Βιτόρεσε», «επί του ογκόλιθου», εκφωνήθηκε από τον Κρανιδιώτη ιερωμένο πολέμαρχο Διονύσιο Βούλγαρη, ο φλογερός επαναστατικός λόγος.
«Φιλογενέστατοι, Κρανιδιώτες! Σήμερον μη φανήτε ανάξιοι της ελευθερίας σας. Ο πόλεμος γίνεται σήμερον διά την πίστιν και διά την πατρίδα και διά ταύτα δεν πρέπει να λυπηθούμε τα κορμιά μας ούτε την περιουσία μας, διά να κερδίσομεν την ελευθερίαν. Όποιος θα συμπράξη σήμερα μετά μας (μαζί μας) θα σώση και την ψυχή του και όποιος δε συμπράξει θα είναι αιωνίως εθνοκατάρατος. Ακολουθήστε μας αδελφοί και ο Ουράνιος Βασιλεύς είναι μεθ’ ημών».
Αμέσως μετά, στις 6 Απριλίου, ο Διονύσιος Βούλγαρης, πήγε στο Άργος και έδωσε την πρώτη νικηφόρα μάχη με τους Χοτζάδες και Τούρκους ιεροσπουδαστές, εξοικονομώντας συνάμα 30.000 γρόσια. Τέσσερις μέρες αργότερα στις 10 Απριλίου, ανήμερα του Πάσχα, τον συνέλαβαν και τον κρέμασαν στη δυτική πύλη του Ναυπλιακού κάστρου, στο Παλαμήδι.[5]
Ο ηγούμενος Διονύσιος ήταν έντιμος και φιλόπατρις μοναχός. Ήταν διαχειριστής της αμύθητης περιουσίας του Μοναστηριού του Αυγού αλλά και των άλλων Μονών της περιφέρειας, δηλαδή των Αγίων Αναργύρων και της Ζωοδόχου Πηγής, οι οποίες ήσαν υπό την προστασία της Ι. Μ. του Αυγού, έχοντας την ανώτατη διοίκηση και των τριών μοναστηριών.[6]
Στη συνέχεια οι αγωνιστές, υπό τον Παπαρσένη, μετέβησαν στο Μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής στην Κοιλάδα, όπου έδωσαν τον γενικό όρκο, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του:
«Ορκίζομαι εν ονόματι των τετιμημένων οστών των παναρχαιοτάτων προπατόρων ημών Ελλήνων». Αμέσως μετά ο ίδιος, αφού (ε)παλάμισε το Άγιο Ευαγγέλιο, αναφώνησε:
«Ελευθερία ή Θάνατος, αδελφοί!»
Ο Αρσένιος Κρέστας, κατά κόσμο Αλέξανδρος, όπως μας πληροφορεί ο μακαριστός Παντελεήμων Καρανικόλας, γεννήθηκε στο Κρανίδι το 1779. Σε νεαρή ηλικία χειροτονήθηκε διάκος, σε άγνωστο τόπο – πιθανόν στο Ναύπλιο, ίσως και στην Κωνσταντινούπολη και πήρε το όνομα Αρσένιος. Σπούδασε στην περίφημη Σχολή της Δημητσάνας με δαπάνη των Μονών Αγίων Αναργύρων και Ζωοδόχου Πηγής Κορωνίδας (Κοιλάδας), όπου αργότερα διορίστηκε ηγούμενος. Ήταν ενάρετος κληρικός, θαρραλέος αγωνιστής, επιδέξιος μαχητής, ιδεολόγος και αγνός πατριώτης με σπουδαία εκκλησιαστική και νομική παιδεία. Παράλληλα λένε, πως ήταν δύστροπος, «αντούριστος», ευέξαπτος, ασυμβίβαστος, απρόβλεπτος, ανυπότακτος αλλά και απροσκύνητος. Ο Φώτιος Χρυσανθακόπουλος ή Φωτάκος υπασπιστής του Κολοκοτρώνη στο βιβλίο του «Βίοι Πελοποννησίων Ανδρών», που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1888 και βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του Harvard, αναφέρει πολλά εγκωμιαστικά σχόλια για τον ήρωα Παπαρσένη.
Αλλά ποιο ήταν το «Γκούρι Βιτόρεσε»; Πού βρίσκεται και πώς βρέθηκε εκεί αυτή η τεράστια πέτρα; Γιατί ονομάστηκε έτσι και τέλος για ποιο λόγο επιλέχθηκε αυτό το μέρος για την ορκωμοσία των παλληκαριών και την έναρξη του αγώνα; Παλαιά κρανιδιώτικη παράδοση – γνωστή στους περισσότερους κατοίκους της πόλης, αναφέρει, πως η Αγία Άννα και ο Προφήτης Ηλίας, που τα εκκλησάκια τους είναι χτισμένα αντικριστά στις κορυφές δυο υψωμάτων, «έπαιζαν το τόπι», πετώντας το ο ένας στον άλλο. Κάποια στιγμή το τόπι ξέφυγε, έπεσε στη γη και πέτρωσε. Έτσι, σχηματίστηκε μια εντυπωσιακή, σφαιρική, λεία, γκρίζα πέτρα, σαν λαστιχένιο τόπι, γεγονός, που βοήθησε, πιστεύω στη διατήρηση της παράδοσης.[8]
Είναι, ωστόσο, πιθανόν η πέτρα να έχει αποκοπεί από τα γύρω βράχια, που υπάρχουν σε ψηλότερα και επικλινή σημεία και να κύλησε προς τα κάτω. Η πέτρα βρισκόταν στα δεξιά του παλαιού δρόμου από το Κρανίδι προς την Κοιλάδα, στο ύψος όπου σήμερα τέμνεται από τον Περιφερειακό δρόμο Ναυπλίου – Κρανιδίου – Πορτοχελίου. Ήταν στο 300 περίπου μέτρα από την είσοδο, σχεδόν δίπλα στην άσφαλτο. Με τη διάνοιξη του δρόμου, στις αρχές της δεκαετίας του ’70, η πέτρα μετακινήθηκε λίγα μέτρα βορειότερα. Ο αείμνηστος Δήμαρχος Κρανιδίου Κυριάκος Στεφάνου, κατά τη διάρκεια της θητείας του (1982-1986), περιτοίχισε τον χώρο που βρισκόταν ο βράχος με λιθοδομή, τον ευπρέπισε και φύτεψε γύρω του πικροδάφνες. Στο αρχικό τμήμα του «εσωτερικού» παλαιού δρόμου ενώνονταν δύο λιθόστρωτα καλντερίμια, που εξέρχονταν από την πόλη του Κρανιδίου μέσα στην τοποθεσία που λέγεται μέχρι και σήμερα Γραμματικό, στο ύψος περίπου της «Βρυσούλας».[9]
Η περιοχή ονομάστηκε Γραμματικό γιατί εκεί πληρώνονταν οι φόροι από τους ντόπιους στους Τούρκους, γίνονταν διάφορες συναλλαγές και υπογράφονταν μικροσυμφωνίες. Κατ’ άλλους εκεί κοντά, σ’ ένα σπίτι που υπάρχει ακόμη, έμενε ο Γραμματικός του Δήμου. Η Γιόνα Μικέ Παϊδούση – Παπαντωνίου αναφέρει ότι «το Γραμματικό» είναι τοπωνυμία του βορινού τμήματος του Κρανιδίου. Από την περίοδο της τουρκοκρατίας μέχρι σήμερα σημειώνεται εκεί η παρουσία της οικογένειας Νάκη. Ένα μέλος της, ο καπετάν Αντώνης Νάκης, χρημάτισε Κοτζαμπάσης του Κρανιδίου. Ο γιος του, Νικόλας,[10] μετέπειτα Νομάρχης στο Μεσολόγγι, δούλεψε ως Γραμματικός σε διάφορους μπέηδες απ’ όπου και το τοπωνύμιο αλλά και η ονομασία του χειμάρρου που διασχίζει το Κρανίδι και περατώνεται στο σημείο της ομώνυμης περιοχής.
Σ’ αυτή, λοιπόν, την τοποθεσία της «Βρυσούλας» υπήρχε, όπως λέγεται, πηγή με τρεχούμενο πόσιμο νερό, που προμηθεύονταν οι κάτοικοι του κάτω Κρανιδίου. Ολόγυρα υπήρχαν λυγαριές και ευκάλυπτοι και ένα πηγάδι που σώζεται μέχρι σήμερα με κορίτες (γούρνες), κοριτσιές τις λένε στο Κρανίδι, για να πίνουν νερό τα ζώα. Σήμερα γούρνες δεν υπάρχουν.[11]
Ήταν μια όμορφη και γραφική, απ’ ό,τι μπορούμε να φανταστούμε τοποθεσία, τραγουδισμένη μάλιστα σ’ ένα αρβανίτικο κρανιδιώτικο Δημοτικό Τραγούδι με στίχο λιτό. Το διαβάζω μεταφρασμένο από τ’ Αρβανίτικα:
«Κάτω στο Γραμματικό\ Είναι αχλάδια και κυδώνια\
Είναι αχλάδια, είναι ροδάκινα
Είναι κοριτσάκια μαυριδερά\Είναι μήλα, είναι αχλάδια\
είναι κοριτσάκια άσπρα»
Όπως μας είπε ο φίλος Νίκος Καπράνης, τον οποίο και ευχαριστούμε θερμά, για την πολύτιμη βοήθειά του στη συγκέντρωση πληροφοριών, το «Γραμματικό» ήταν «δημοφιλής» τόπος συνάντησης των κατοίκων, εκτός πόλεως. Μέχρις εδώ έφταναν οι ντόπιοι για να ξεπροβοδίσουν τους συγγενείς και τα αγαπημένα τους πρόσωπα, όταν έφευγαν και πάλι εδώ τους περίμεναν, για να τους προϋπαντήσουν στην επιστροφή τους. Σύμφωνα με τη διήγηση μιας γερόντισσας, γνωστής Κρανιδιώτισσας 95 χρονών σήμερα, το «Γκούρι Βιτόρεσε» είχε πάρει το όνομα μιας πλούσιας και όμορφης γυναίκας, της Βικτωρίας, η οποία συνήθιζε να κάνει τον περίπατό της σ’ αυτό το μέρος, για να ξεκουράζεται και να ηρεμεί. Έτσι ονομάστηκε αυτός ο ογκόλιθος «πέτρα της Βικτωρίας», δηλαδή πέτρα της Νίκης, όπως λέγεται μέχρι σήμερα. Είναι φανερό, όμως, πως πρόκειται για μια υπεραπλουστευμένη μαρτυρία-ερμηνεία, γι’ αυτό και δεν θα σταθούμε περισσότερο. Ο θρύλος επιβάλλει διεξοδικότερη έρευνα.
Μελετώντας όσους ασχολήθηκαν με το θέμα, τον συγγραφέα Κώστα Μπίρη, τον Μητροπολίτη Κορίνθου Παντελεήμονα και ιδιαίτερα τον Κωνσταντίνο Σάθα στο μνημειώδες έργο του «Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας», τόμος 7ος, έχουμε να επισημάνουμε τα εξής:
Στα 1560-1570 ένας διάσημος Ελληνοαρβανίτης οπλαρχηγός και αρχηγός των μισθοφόρων του Μοριά ήταν ο Μανόλης Μπλέσης ή Μπλέσας, απόγονος του Λέοντα Σγουρού, άρχοντα του Ναυπλίου στις αρχές του 13ου αιώνα. Ο Μπλέσης ήταν άντρας εντυπωσιακός, όμορφος, λεβέντης και μπεσαλής, άφοβος και ξακουστός πολεμιστής. Ο σκληροτράχηλος αυτός αγωνιστής ήταν συνάμα άνθρωπος ευαίσθητος, με πλούσια φαντασία, ως ονειροπαρμένο κάποιοι τον χαρακτηρίζουν και πολύ γνωστός ποιητής. Ήταν φτιαγμένος «από το ανθρώπινο υλικό» που δημιουργεί μύθους. Πολέμησε στην Κύπρο με τους Βενετούς εναντίον των Τούρκων το 1566, καθώς και στη Δαλματία, την Αυστρία και τη Βαυαρία, με αποτέλεσμα να του αποδοθούν πολλές τιμές από τους Φράγκους. Όνειρό του ήταν να αποκτήσει φήμη παντοτινή, για να μην ξεχαστεί ποτέ!
Τα απερίγραπτα κατορθώματά του, η πολεμική του αξία και οι ηρωισμοί του, τον κατέστησαν θρύλο σε όλα τα Βαλκάνια και ο κόσμος μιλούσε με θαυμασμό γι’ αυτόν και τ’ ανδραγαθήματά του.
Σε μια από τις μυθικές διηγήσεις που τον περιβάλλουν αναφέρεται πως για την ομορφιά και την παλληκαριά του τον ερωτεύθηκε παράφορα μια Κρανιδιώτισσα μάγισσα, που για χάρη του έγινε αερικό. Μια νεράιδα με ωραία, μακριά, ξέπλεκα μαλλιά ριγμένα στους ώμους της, που τον ακολουθούσε παντού φωτίζοντας τον δρόμο του, τον προστάτευε από κάθε κίνδυνο και τον όπλιζε με υπεράνθρωπη δύναμη, ώστε να βγαίνει νικητής από όλες τις περιπέτειές του. Μεταξύ του Μπλέση και της Μάγισσας πλέχθηκε μια δυνατή ιστορία αγάπης. Λέγεται πως ήταν το δώρο του Θεού προς αυτόν, για τις εποποιίες και τα καλά του έργα.
Ο Κωνσταντίνος Σάθας αναφέρει πως με τον πιστό του σύντροφο Κατζίκη, εξόντωσαν κάποιον ερημίτη, ο οποίος άλλοτε με τη μορφή Άρπυιας και άλλοτε Ύδρας, ενός τέρατος με επτά κεφάλια και επτά ουρές, ρήμαζε την Αργολίδα. Και σ’ αυτό το κατόρθωμά του μεγάλη ήταν η συμβολή και η βοήθεια της Κρανιδιώτισσας μάγισσας, στην αγάπη της οποίας παρέμενε πιστός, παρ’ όλο που διαισθανόταν μόνο την παρουσία της, καθώς δεν μπορούσε να την δει.
Κάποτε, για να τον δοκιμάσει, μεταμορφώθηκε σε δράκο και παρουσιάστηκε μπροστά του ζητώντας του να φιλήσει το αποκρουστικό της πρόσωπο. Ο ήρωάς μας χωρίς να διστάσει, χωρίς να νιώσει αποστροφή, της έδωσε ένα θερμό φιλί, επισφραγίζοντας την αληθινή του αγάπη προς αυτήν. Ευτυχισμένη η νεράιδα, ξαναπήρε την πρότερη μορφή της, τον αγκάλιασε και μ’ ένα αέρινο άρμα ταξίδεψε μαζί του στην αθανασία! Έτσι παρουσιάζεται μέσα από τις πηγές και τις μυθικές διηγήσεις που τον περιβάλλουν, ο ήρωας Μανόλης Μπλέσης!
Ο Κώστας Μπίρης ονομάζει τη μάγισσα του θρύλου Βιττώρεα ή Βιττώρεζα δηλαδή Νίκη, ενώ ο Παντελεήμων Καρανικόλας την αναφέρει ως Βικτώρια.
Είναι όμως η Βιττώρεα – Βιτόρα η Βικτωρία; Οι λέξεις Βίκτορας και Βικτωρία, όπως είναι γνωστό, παράγονται από το λατινικό «victor», που σημαίνει νικητής. Οι γλωσσολόγοι ετυμολογούν ως αρβανίτικο το όνομα Βιτόρα από δύο συνθετικά που έχουν παρεμφερή σημασία: Βιτ & Βετ, που είναι το έτος, ο χρόνος ο παλαιός και όρα που έχει σχέση με την αρχαία ελληνική λέξη, Ώρα. Σύμφωνα με τη Μυθολογία, οι Ώρες ήσαν ευεργετικές θεότητες, που εκπροσωπούσαν τις εποχές του χρόνου, τις ώρες της ημέρας αλλά και τον καιρό. Φύλαγαν τις πύλες του Ουρανού και τις ανοιγόκλειναν σηκώνοντας και κατεβάζοντας πυκνά σύννεφα, επηρεάζοντας έτσι και την καρποφορία της γης. Η ετυμολογία αυτή μας οδηγεί στο παλαιό θηλυκό πνεύμα, τη Βιτόρα, που έχει τη μορφή ηλικιωμένης γυναίκας. Οι δυο λέξεις Βικτωρία και Βιτόρα δεν έχουν, λοιπόν, καμία συγγένεια. Από Αλβανούς πληροφορηθήκαμε ότι τα ονόματα «Βιτόρα» και «Βικτωρία», τα συναντάμε στη χώρα τους. Δεν γνωρίζουν, ωστόσο, αν πρόκειται για το ίδιο όνομα. Άποψή μας είναι πως έχουμε δύο διαφορετικά ονόματα.[12]
Ο Χριστοφορίδης στο ελληνοαλβανικό λεξικό του αναφέρει ότι η Βιτόρα είναι α) η μοίρα, η τύχη και β) ένα μυθικό φίδι – δράκος με χρυσά κέρατα που γεννάει χρυσά φλουριά.
Η Βιτόρα, σύμφωνα με την πρώτη ερμηνεία, είναι ένα γυναικείο πνεύμα, που έχει σχέση με την καλή μοίρα και την ευνοϊκή τύχη. Θεωρείται το γούρι του σπιτιού και το στοιχειό του τόπου. Περιβεβλημένη με την αχλή του θρύλου παρουσιάζεται σαν μία γυναίκα ηλικιωμένη ή μεσόκοπη ή νεαρή, όμορφη ή αποκρουστική, μια γυναίκα-ξωτικό που προστατεύει και φυλάει το σπίτι, τον τόπο που κατοικεί και τους ανθρώπους που την τιμούν και ζητούν τη βοήθειά της. Έχοντας ηγετικές ικανότητες τους καθοδηγεί, τους κατευθύνει και τους ενδυναμώνει κάμπτοντας κάθε αντίσταση, ώστε οι προσπάθειές τους να έχουν θετικό αποτέλεσμα και οι αγώνες τους νικηφόρα έκβαση.[13]
Αλλά και η Βιτόρα με τη μορφή θηλυκού φιδιού του σπιτιού, σύμφωνα με τη δεύτερη ερμηνεία, μόνο ευτυχία και αφθονία φέρνει. Το φίδι αυτό είναι σεβαστό, ακίνδυνο, τυχερό και προστατεύεται, καθώς πιστεύουν πως ο θάνατός του φέρνει γρουσουζιά σ’ ολόκληρη την οικογένεια. Σχετική με όσα προείπαμε και η φράση που ακόμη και σήμερα λέγεται στο Κρανίδι, για κάποιον που βαδίζει σταθερά προς την καταστροφή ή το θάνατο. «Ε κα λένε Βιτόρεα!». Δηλαδή, κρίμα! τον έχει εγκαταλείψει η Βιτόρα και δεν τον προστατεύει πια, ούτε του συμπαραστέκεται.
Σύμφωνα με κάποια τρίτη μαρτυρία Βιτόριζα σημαίνει θησαυρός ή τόπος με χρυσάφι.
Το «Γκούρι Βιτόρεσε», λοιπόν, είναι ένα συμβολικό τοπωνύμιο. Δηλώνει ότι η δύναμη, τα κατορθώματα, οι νίκες αλλά και η καλοτυχία του Μανόλη Μπλέση εξαρτιόνταν από το κρανιδιώτικο γυναικείο άυλο πνεύμα, τη Βιτόρα, που βρισκόταν εκεί. Στην εντυπωσιακή αυτή πέτρα το γυναικείο στοιχειό-φάντασμα με τη «μεταμορφωτική» ικανότητα είχε εξακολουθητική παρουσία.
Τη μεταφυσική του ύπαρξη, δύναμη και ενέργεια γνώριζαν και πίστευαν, καθώς οι εθνολόγοι αναφέρουν, οι Αρβανίτες της Πελοποννήσου και της Αττικής, όπως και ο ελληνόφωνος πληθυσμός των περιοχών αυτών, με κάποιες μικροδιαφορές που παρατηρούνται κατά τόπους. Τέτοιες κοινές αντιλήψεις έχουν τις ρίζες τους σε μύθους που προέρχονται από την αρχαία Ελλάδα και αποδεικνύουν τη στενή εθνολογική σχέση Ελλήνων και Αλβανών καθώς και άλλων Βαλκανικών λαών.
Σύμφωνα με σχετικό μύθο που συναντάμε και στους Αρβανίτες της Αργολίδας η Βιτόρα με τη μορφή της νεράιδας περιπλανιέται στη φύση, κοντά σε πηγές, ποτάμια και δέντρα. Και στην ελληνική παράδοση, όμως, βρίσκουμε νεράιδες, μυστηριώδη πλάσματα που κατοικούν σε δροσερές σπηλιές και ποτάμια χορεύοντας και τραγουδώντας σαγηνευτικά και «κλέβοντας» τη μιλιά των περαστικών.
Όσο για τον συγγραφέα Κώστα Μπίρη πιθανότατα παρασύρθηκε από τη φωνητική ομοιότητα των δύο ονομάτων Vitorea και Victoria και ταύτισε, νοηματικά, τις δύο λέξεις. Αντίθετα η Γιόνα Παϊδούση υποστηρίζει ότι κανείς συσχετισμός δεν μπορεί να υπάρξει μεταξύ της Πέτρας της Τύχης, όπως την ονομάζει, και του Μανόλη Μπλέση με τη μάγισσα του θρύλου.
Ο Παπαρσένης, αυτός ο εγγράμματος κληρικός που γνώριζε και κρατούσε τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα του λαού και επιπλέον, ήταν άριστος γνώστης της αρβανίτικης γλώσσας και νοοτροπίας, ήξερε, ασφαλώς, γι’ αυτό το ευεργετικό στοιχειό με τη συμβολική σημασία και την πανάρχαια ελληνική μυθική καταγωγή. Χωρίς καμιά αμφιβολία αυτόν τον θρύλο τον γνώριζαν και τα παλληκάρια του.
Η πέτρα της Νίκης ή η πέτρα της Τύχης, η μία έννοια κατά την άποψή μας συμπληρώνει την άλλη, με την ιδιαίτερη σημειολογία βοήθησε τον αδούλωτο και πανέξυπνο ιερωμένο στο επικοινωνιακό παιχνίδι που φαίνεται πως το γνώριζε πολύ καλά. Με την επιλογή αυτού του βράχου, ήθελε να εμψυχώσει τα παλληκάρια του. Να τους εμπνεύσει πίστη και αυτοπεποίθηση για τον αγώνα. Να τους δώσει δύναμη και θάρρος. Να τους βεβαιώσει ότι με βοηθό και συμπαραστάτη το τρομερό γυναικείο στοιχειό και πνεύμα, τα γεγονότα που θα ακολουθήσουν θα έχουν ευνοϊκή εξέλιξη, η έκβαση του πολέμου θα είναι νικηφόρα και γι’ αυτό κανείς δεν θα πρέπει να λιποψυχήσει.
Ενδεχομένως ο Παπαρσένης σκόπευε ακόμη και να τρομοκρατήσει τους άνδρες του, υπονοώντας με τα λεγόμενά του πως αν δεν πράξουν στο ακέραιο το καθήκον τους και αν δεν δώσουν το μέγιστο των δυνάμεών τους, η «Βιτόρα» θα τους εγκαταλείψει και θα τους εκδικηθεί, τιμωρώντας τους.
Επιπλέον, σύμφωνα με την παράδοση, υποχρεώθηκαν οι αγωνιστές να δώσουν όρκο πως δεν θα αποκαλύψουν, ό,τι κι αν συμβεί, το ορμητήριο τους, το μέρος που ξεκίνησαν. «Θα πάμε, θα ’ρθούμε κι αλήθεια δεν θα πούμε!». Είναι μια χαρακτηριστική φράση που μέχρι σήμερα λέγεται από τους Κρανιδιώτες, όταν διαβεβαιώνουν τον συνομιλητή για την εχεμύθειά τους.
Να προσέξουμε και την κατάληξη της λέξης (σε) Βιτόρεσε. Είναι η ίδια με την κατάληξη (ζε), που μπαίνει στις αρβανίτικες λέξεις, για να δείξει κάτι το μικρό, το αγαπητό και ταυτόχρονα πολύ δικό μας. «Γκούρι Βιτορέσε» η πέτρα της δικής μας Νίκης και Τύχης.[14]
Για τους παραπάνω λόγους, θεωρούμε πως ο ακαταμάχητος κληρικός επέλεξε να ανυψώσει τον βράχο της Βιτόρας με τα κρυμμένα μυστικά σε υπέρτατο σύμβολο, Σ΄ ένα πολύτιμο θησαυροφυλάκιο όπου διαφύλαξε «τα ιερά και τα όσια» των αγωνιστών και κυρίως την αγάπη τους για το γενέθλιο χώμα.[15]
Σύμφωνα με το σχετικό έγγραφο που διαβάσαμε, τα παλληκάρια έδωσαν εκεί τον πρώτο τους όρκο. Ακολούθησε αγιασμός πάνω στον ογκόλιθο και κηρύχθηκε η έναρξη του αγώνα. Στη συνέχεια πορεύτηκαν όλοι μαζί στην Ι. Μ. Κοιλάδας.[16]
Χρειάζεται να υπογραμμίσουμε αυτό το γεγονός, καθώς θεωρούμε πως είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Για φανταστείτε έναν ιερωμένο της εποχής εκείνης, να τηρεί αυτή τη σειρά!
Πρώτα η ορκωμοσία όλων μπροστά στο βράχο – θρύλο και έπειτα στην εκκλησία. Πρώτα το σύμβολο και έπειτα το θρησκευτικό καθήκον! Δεδομένου, μάλιστα, πως ο Παπαρσένης δεν ήταν ένας απλοϊκός ιερωμένος, αμφιταλαντευόμενος και αμφίβολης ποιότητας Χριστιανός, πιστεύουμε πως επέλεξε να κηρύξει την έναρξη του αγώνα με αυτόν τον τρόπο, γιατί θεωρούσε υπερφυσική τη δύναμη των συμβόλων, ικανή να επιδρά στο νου και την ψυχή των αγωνιστών στο βαθμό που να επηρεάζει και να διαμορφώνει το τελικό αποτέλεσμα του αγώνα. Και με αυτήν την επιλογή του ήταν σύμφωνοι και οι άλλοι ιερωμένοι.
Από τον ξεσηκωμό των προγόνων μας Κατωναχαϊτών το 1821 αλλά και ολόκληρου του Γένους έχουν περάσει 200 χρόνια. Αν αφήσεις το χέρι, το νου και την ψυχή σου ελεύθερα, θα αγγίξεις ζεστό το αίμα των ανθρώπων εκείνων των χρόνων. Θα ψαύσεις τις πληγές τους, θα ακούσεις τα μηνύματά τους, θα αισθανθείς το ιερό μεγαλείο και την ομορφιά της ψυχής τους. Αγωνίστηκαν σκληρά με αυταπάρνηση και απαράμιλλο θάρρος. Διεκδίκησαν και πέτυχαν αυτό που φάνταζε ακατόρθωτο.
Ο Εμμανουήλ Ρέπουλης στον μνημειώδη λόγο που εκφώνησε στην επέτειο της 25ης Μαρτίου του 1918 είχε πει: «Σήμερον είναι η εορτή καθ’ ην λαλούν και διδάσκουν τα μνημεία των υπέρ της Πατρίδος αγωνισθέντων και η φαντασία εκτυλίσσει τα κλέη αυτών».
Εμείς, στους σημερινούς δύσκολους χρόνους που βιώνουμε τιμώντας τους αγώνες τους για την ελευθερία και αναγνωρίζοντας τη θυσία τους για την πατρίδα, από τα βάθη της καρδιάς μας ακαταπαύστως βοώμεν:
«Ας μη βρέξει ποτέ,
το σύννεφον και ο άνεμος σκληρός,
ας μη σκορπίσει,
το χώμα το μακάριον που σας σκεπάζει».
Υποσημειώσεις
[1] Οι αναφορές του μακαριστού Μητροπολίτη στηρίζονται κατά κύριο λόγο στα έγγραφα και τα κείμενα των Μονοχαρτζαίων και Μερεμεταίων, ιστορικών οικογενειών του Κρανιδίου.
[2] Κρέστας ή Κρέστης: Το επώνυμο αυτό υπάρχει μέχρι σήμερα στην Ερμιονίδα και είναι αρβανίτικη παραφθορά του Χρήστος ή Χρήστου. Κατ’ άλλους, το επίθετο προέρχεται από το αρβανίτικο ουσιαστικό «Kreshta» που θα πει λειρί, λοφίο.
[3] «Κάτω Ναχαγιές» ονομαζόταν την εποχή της τουρκοκρατίας η περιοχή της Ερμιονίδας, ενώ ο «Πάνω Ναχαγιές» ήταν η Κορινθία. Η λέξη «Ναχαγιές» είναι τουρκική ή τουρκοελληνική και σημαίνει επαρχία.
[4] Ο Παντελεήμων Καρανικόλας ήταν λάτρης της τοπικής παράδοσης. Βαθύς γνώστης της Θεολογίας και χαλκέντερος ερευνητής. Είχε το χάρισμα και τις δυσκολότερες δογματικές έννοιες να τις μεταφέρει με τρόπο απλό και κατανοητό. Η επιβλητική του φωνή καθήλωνε τους ακροατές του. Η πολυσχιδής του προσωπικότητά γοήτευε τους συνομιλητές του!
[5] Την ίδια μέρα, τη 10η Απριλίου του 1821, απαγχονίστηκε στην Πόλη ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄.
[6] Πληροφ. Αναστάσιος Π. Μονοχάρτζης.
[7] Προσωπογραφία του Παπαρσένη υπάρχει και στην Ι. Μ. των Αγίων Αναργύρων, όπου φυλάσσεται η πιστόλα του (ρόκα) δωρεά της οικογένειας Ηλία και Ειρήνης Γκίκιζα, το γένος Κρέστη.
[8] Σε όλους τους πολιτισμούς οι μεγάλες πέτρες προκαλούν δέος και κεντρίζουν τη φαντασία των ανθρώπων με αποτέλεσμα τη δημιουργία θρύλων. Συχνά η «πέτρα» σηματοδοτεί ολόκληρη περιοχή στην οποία δίνει και το όνομά της (Γκουριντέτι, Γκουριμάτ – Γκουρουμέσι, Γκουριγκλιάτι, Γκούριζα).
[9] Πληροφορίες από τον Δήμαρχο Ερμιονίδας Δημήτρη Καμιζή, ο οποίος την περίοδο 1984-1986 υπήρξε Νομαρχιακός Σύμβουλος της επαρχίας Ερμιονίδας και τον οποίο θερμά ευχαριστούμε.
[10] Ο Νικόλας Νάκης ήταν αδελφικός φίλος του γιου του Αλή Πασά, Βελή, που είχε επισκεφτεί το Κρανίδι.
[11] Πληροφ. Δημήτρης Καμιζής.
[12] Στην επαρχία μας υπήρχε σύγχυση των δυο ονομάτων. Ο αείμνηστος Απόστολος Γκάτσος σχολιάζοντας τη δική μας Βιτόριζα, υποστήριζε πως οι λέξεις Βικτωρία και Βιτόριζα δεν έχουν καμιά σχέση μεταξύ τους, όπως ορισμένοι πιστεύουν.
[13] Το γυναικείο αυτό στοιχειό παραπέμπει στην Αρβανίτισσα μάνα που είχε την καθολική φροντίδα του σπιτιού, σε μια οικογένεια με πατριαρχική, κατά βάση, δομή. Αυτή διατήρησε τη γλώσσα και τις παραδόσεις και λειτούργησε ως ο διαμεσολαβητής της πολιτισμικής ταυτότητας από γενιά σε γενιά.
[14] Την ίδια κατάληξη (ζε) τη βάζουμε και σήμερα σε ελληνικές λέξεις για να δώσουμε έμφαση σε κάτι που αγαπάμε πολύ. Λέμε: Καρδούλα ζε, δηλαδή δική μου καρδούλα.
[15] Λέγεται επίσης, χωρίς να είναι εξακριβωμένο, πως ο Παπαρσένης, μετά την ορκωμοσία, έθαψε εκεί το Ευαγγέλιο και τα Ιερά Σκεύη, με τα οποία είχε μεταλάβει τα παλληκάρια του στο Ναό της Πάνω Παναγιάς και πιθανόν και τα ράσα, τα οποία έβγαλε για να φορέσει τα άρματά του. Αν τα προαναφερόμενα ισχύουν, ο Δ. Καμιζής πιστεύει πως ο Παπαρσένης ήταν αποφασισμένος να φτάσει στον θάνατο και έτσι θεωρούσε πως δεν θα ξανάπιανε στα χέρια του το Ιερό Ευαγγέλιο και τα Άγια Σκεύη.
[16] Η ιστορική αυτή πέτρα ήταν και το σημείο συνάντησης των αγωνιστών, όταν ξεκίνησαν για το Ναύπλιο δια θαλάσσης, προκειμένου να πολιορκήσουν το Παλαμήδι, το 1822.
Βιβλιογραφία
- Καρανικόλας Παντελεήμονας, «Το Κρανίδι», Κόρινθος 1980.
- Σπετσιώτης Μ. Γιάννης, «Το ξεκίνημα της Επανάστασης του ’21 στην Ερμιονίδα μέσα από γραπτές εμπειρίες και λαϊκές παραδόσεις», Αθήνα 2014.
- Σπετσιώτης Μ. Γιάννης – Ντεστάκου Δ. Τζένη, «Η Βιτόριζα», Αθήνα 2017.
- Τσιμάνης Προκόπιος, «Μνήμες Ερμιονίδος», Εκδ. Χαρτοβιβλιοδετική, Αθήναι 1975.
- Χρυσανθόπουλος Φώτιος (Φωτάκος), «Βίοι Πελοποννησίων Ανδρών», Αθήνα.
- Μπίρης Κώστας, «Αρβανίτες οι Δωριείς του νεότερου Ελληνισμού», Αθήναι1960.
- Παπαβασιλείου Μιχαήλ, «Θρύλοι και παραδόσεις της Ερμιόνης», Αθήνα 1988.
- Αλεξάκης Ελευθέριος, «Περί της Βιτόρας…», Εθνολογία, Αθήνα 1994.
- Βαρδουνιώτης Κ. Δημήτριος, «Η καταστροφή του Δράμαλη εν Τριπόλει», 1913.
Γιάννης Μ. Σπετσιώτης – Τζένη Δ. Ντεστάκου