Ο φωτογράφος πριν πενήντα – εξήντα χρόνια ήταν απολύτως απαραίτητος. Τότε δεν υπήρχαν φωτογραφικές μηχανές ενώ τώρα και η «κουτσή Μαρία» έχει μηχανή και δεν έχει ανάγκη το… πουλάκι του φωτογράφου.
Άλλη μια φορά, τα παιδιά του Κρέστα από το Πορτοχέλι, είχαν σκοτώσει έναν μεγάλο πελεκάνο, το άνοιγμα των φτερών του ήταν τέσσερα μέτρα. Τον έδωσα στον Πέτρο Λουκά, μου τον βαλσάμωσε και ποιος δεν έδωσε τον οβολό του να φωτογραφηθεί με το πτηνό; Από τις Σπέτσες μέχρι το γήπεδο του Ερμή στην Ερμιόνη.

Σπέτσες, Νοέμβριος του 1957
Θυμάμαι, χρόνια τώρα πριν τον πόλεμο, με πήρε ο πατέρας μου και πήγαμε στο Λεωνίδι, σε ένα πανηγύρι. Βράδιασε και κόσμος πολύς και κατάλυμα να μείνουμε πουθενά, όπου μας είπαν «αν θέλετε σ’ αυτό το σπίτι μπορείτε να μείνετε αλλά βγαίνουν φαντάσματα. Αν δεν φοβόσαστε…» Ο πατέρας μου Μικρασιάτης άφοβος, μείναμε. Το πρωί μαζεύτηκε ο κόσμος να δει αν μας φάγανε τα φαντάσματα. Τρίβαν τα μάτια τους όταν μας είδαν, όπου μάθαμε πως ύστερα από ένα μήνα πουλήθηκε το σπίτι! Την άλλη μέρα ξεκινήσαμε για τα Τσιτάλια, ένα χωριό του Λεωνιδίου. Ο κόσμος πολύς, η εκκλησία μικρή, ο παπάς μόνος του γιατί τον ψάλτη τον είχε πιάσει… κόψιμο και δεν μπορούσε να πάει. Ο πατέρας μου, χρόνια ψάλτης, βρήκε την ευκαιρία και η λειτουργία βγήκε μια χαρά και ο παπάς πριν τελειώσει, καθώς έμαθε πως ήλθαμε και από τις Σπέτσες, βγάζει λόγο και λέει στους χριστιανούς: «Αγαπητοί μου χριστιανοί, ο άνθρωπος αυτός, που ήλθε από τα πέρατα της οικουμένης και με τη φωνή του ελάμπρυνε το πανηγύρι μας και ο οποίος τυγχάνει να είναι και φωτογράφος, ένα σας λέω: Αλί και τρις αλί σε όποιον δεν βγάλει το πορτρέτο του!» Ο κόσμος πριν από τον πόλεμο, αγράμματος ων, φοβήθηκε το «αλί και τρις αλί» και μόλις τελείωσε η εκκλησία έκανε ουρά ποιος να πρωτοβγάλει το πορτρέτο του. Οι πιο πολλοί ήσαν με γκλίτσες και ακόμα υπήρχαν φουστανέλες, βάλαμε και ένα νούμερο σε έναν τράγο, που κληρώσανε και μας έπεσε εμάς και με τα λεφτά που πήραμε αγοράσαμε και ένα μικρό τουλούμι τυρί…

Με παρέα από τα Δίδυμα
Η πενία τέχνας κατεργάζεται, φτώχια παντού και μετά τον πόλεμο ρολόγια χειρός δεν υπήρχαν. Τότε εγώ βρήκα τρία ρολόγια χαλασμένα και τρία ζεύγη γυαλιά ηλίου και άρχισα να τους τα φοράω και να βγάζουν φωτογραφίες με το χέρι στον ώμο του άλλου για να φαίνεται ότι έχει ρολόι. Αλλά τα γυαλιά τι τα θέλανε, τω καιρώ εκείνω, βγαίνανε σαν… στραβοί στον Άδη αλλά ήταν τότε στη μόδα, όπου εδούλεψα καλά. Επίσης, όταν αγόρασα μια βέσπα, ποιος νέος δεν είχε βγάλει φωτογραφία με τη βέσπα μου. Μέσα σ’ ένα μήνα έβγαλα τα λεφτά της βέσπας. Άλλη ιδέα για να βγάζω τον οβολό ήταν τότε που η εταιρεία KODAK μου είχε στείλει δυο κούκλες σε φυσικό μέγεθος. Ερχόντουσαν, λοιπόν και τις αγκαλιάζανε και στέλναν στους φίλους ναυτικούς να δουν τη… νέα γκόμενα!
Στέφος Αλεξανδρίδης
Η λεζάντα της φωτογραφίας του άρθρου: Ο Στέφος εν μέσω του Ανδρέα Πουλή και του Αντώνη Υφαντίδη
Δημοσιεύθηκε στον έντυπο ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗ στις 22-10-2008 και περιέχεται στο βιβλίο “Έρδι Στέφουα” (εξαντλημένο). Οι ιστορίες του Στέφου θα δημοσιεύονται – μέχρι… εξαντλήσεως – κάθε Παρασκευή από εδώ.
Διαβάστε και:Τα Τρικ Του Φωτογράφου (Μέρος 1ον)

Ακολουθήστε το