Ο φωτογράφος πριν πενήντα – εξήντα χρόνια ήταν απολύτως απαραίτητος. Τότε δεν υπήρχαν φωτογραφικές μηχανές ενώ τώρα και η «κουτσή Μαρία» έχει μηχανή και δεν έχει ανάγκη το… πουλάκι του φωτογράφου.
Τότε είχε ξενιτευτεί κόσμος και κοσμάκης, η επικοινωνία γινόταν με γράμματα, τηλέφωνο δεν υπήρχε και στο γράμμα μέσα έβαζαν και μια φωτογραφία να δει ο παραλήπτης για παρηγοριά ή για συνοικέσιο. Φτώχια μεγάλη υπήρχε τότε, πέθαινε κανείς και αμέσως «να φωνάξουμε το Στέφο». Όπου μαζευόντουσαν γύρω από το φέρετρο οι συγγενείς να τραβήξουν φωτογραφία να την στείλουν στην Αμερική, μήπως τους συγκινήσουν και στείλουν κανα δολάριο. Και να φωνάζει η χήρα: «Μήτσουα, Μήτσουα έρδι Στέφουα του τζερ φωτογραφίε… Αχ Μήτσουα για θυμήσου, που πήγαμε αρεββωνιασμένοι και μας πρωτόβγαλε. Το περίμενες να σε βγάλει στο χάλι που είσαι τώρα;…»
Όπως ξέρουμε, στα σαράντα του μακαρίτη βάζουν και μια φωτογραφία, ήταν το 1959 και μου είχαν παραγγείλει από τα Δίδυμα μια και από τους Φούρνους μια άλλη αλλά εγώ τις ετοίμασα την τελευταία στιγμή γιατί τότε υπήρχε πολύ δουλειά και πριν τελειώσει η εκκλησία πάω και τις τοποθετώ στη θέση τους μπροστά στα κόλυβα. Μόλις τις είδανε οι συγγενείς βάλανε πιο δυνατά τα κλάματα και τότε κλαίγανε έξω φωνή για να τους ακούσει η ψυχή του πεθαμένου και να αγαλλιάσει, έλα, όμως, που είχα κάνει λάθος και είχα βάλει τις φωτογραφίες ανάποδα γιατί ήσαν γέροι και μοιάζανε… Και δεν θα το καταλάβαινα ώσπου μετά από μια εβδομάδα με βλέπει η χήρα αυτού από τα Δίδυμα και μου λέει πως ο συγχωρεμένος ποτέ δεν ήθελε λαιμαριά «μόνο πεθαμένος θα την βάλω» έλεγε, γι’ αυτό του έχεις βάλει γραβάτα… Τότε θυμήθηκα πως η χήρα στους Φούρνους μου είχε πει να βάλω γραβάτα στη φωτογραφία του άντρα της. Τι να κάνω, πήγα και έκανα την αλλαγή. Αλλά στο μνημόσυνο κλαίγανε άλλο συγχωρεμένο – ευτυχώς, ούτε που το κατάλαβαν.
Έρχεται μια άλλη και μου λέει «Στέφο θα σου στείλω την κόρη μου και κοίταξε να την βγάλεις ωραία να τη στείλω στην Αμερική για προξενιό. Θα σε πληρώσω καλά, μόνο εκείνο το μάτι της πρόσεξε να το βγάλεις να δείχνει καλό…» Την άλλη μέρα την βλέπω κι έρχεται. Μου λέει: «Τα έχετε μιλήσει με τη μάνα μου να μου βγάλεις καλά τα μάτια. Τα μάτια της ήσαν σαν κουμπότρυπες. Εγώ την επεξεργάστηκα με το μολύβι, το λεγόμενο ρετούς και κάπως την συμμόρφωσα… Κάποια μέρα έρχεται στο μαγαζί μου, που ήταν δίπλα στου Μώρου, ένας καλοντυμένος, που φαινόταν ότι ήταν από την Αμερική, βγάζει μια φωτογραφία και μου λέει: «Είναι δίκιά σου;» Την βλέπω, την αναγνώρισα και δεν μπορούσα να αρνηθώ γιατί όλες οι δικές μου είχαν σφραγίδα και ημερομηνία. «Ναι» του λέω «δική μου είναι». Αυτός άρχισε να φωνάζει και να φοβερίζει «Ρε τι σου φταίω εγώ να έλθω από την Αμερική και να δω αυτό το… έκτρωμα, που μου προξενέψανε κι εσύ με ξεγέλασες με τη φωτογραφία σου και να δεις τι θα σου κάνω!». Εγώ ψύχραιμος του απάντησα: «Φίλε μου μη σκας και το μοναστήρι να ‘ν’ καλά και θα σου βρω εγώ άλλες δέκα να διαλέξεις. Μην στενοχωριέσαι μόνο…«Πράγματι του βρήκα μια φτωχούλα, τους πάντρεψα κι εγώ ήμουν κουμπάρος. Πήγα και στην Αμερική, τους είδα, που περνάνε καλά κι εμείς καλύτερα και στα δικά σας οι ελεύθεροι…).
Τω καιρώ εκείνω δεν είχαμε αλλοδαπές να περιποιούνται τους γέρους, είχαμε υπηρέτριες απ’ τα χωριά και ψυχοκόρες. Μου λέει, λοιπόν, μια υπηρέτρια, που με είδε έξω από την εκκλησία των Ταξιαρχών, στην Ερμιόνη: «Κύριε Στέφο, μόλις τελειώσει η εκκλησία ελάτε στο σπίτι να βγάλουμε φωτογραφία τη γιαγιά να τη στείλει στην Αφρική, που μένει ο γιός της. Πάω και σαν καλός φωτογράφος πήγα να την φτιάξω λίγο. Βλέπω, όμως, από το στόμα της και έβγαινε μια κλωστή. Πάω να τη βγάλω και φωνάζει η υπηρέτρια «άστην να τη φτιάξω εγώ γιατί τελευταία δεν έτρωγε το χυλό που της έφτιαχνα και αδυνάτισε και της έχω γεμίσει… μπαμπάκι το στόμα για να φαίνεται παχιά!» Την άλλη μέρα της πήγα τη φωτογραφία, μου λέει «πολύ ωραία. Έτσι, θα τη δει ο γιός της και θα πει «μπράβο Κατίνα, την έχεις μια χαρά». Τι σου χρωστάω;» Είδα στη σάλα ότι είχε μια λεοπάρδαλη βαλσαμωμένη, που την είχε στείλει ο γιός της από την Αφρική και την παρακάλεσα: «Μπορείς να μου την δίνεις κάθε Κυριακή να την έχω έξω από την εκκλησία να βγάζω φωτογραφίες;» Και ευτυχώς, μου την έδινε κάθε Κυριακή.
Και ποιος δεν έβγαλε φωτογραφίες με τη λεοπάρδαλη. Όλοι θηριοδαμαστές γίνανε. Τους έδινα κι ένα μαχαίρι και κάνανε πως τη σκοτώνουν. Πολλοί την έχουν βάλει σε κάδρο.»
Η συνέχεια την επόμενη Παρασκευή
Στέφος Αλεξανδρίδης
Δημοσιεύθηκε στον έντυπο ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗ στις 15-10-2008 και περιέχεται στο βιβλίο “Έρδι Στέφουα” (εξαντλημένο). Οι ιστορίες του Στέφου θα δημοσιεύονται – μέχρι… εξαντλήσεως – κάθε Παρασκευή από εδώ.