Στο Παλαμήδι τ’ Αναπλιού (Ιστορίες & Φωτογραφίες του Στέφου)

Πριν τον πόλεμο στις Σπέ­τσες δεν είχαμε Γυμνάσιο και έτσι, το 1938 με έστειλαν οι γονείς μου στο Ναύπλιο.

Έμενα στη για­γιά μου, στο συνοικισμό «Βυζάντιο». Τότε είμαστε η Νεολαία του Μεταξά, ντυμένοι όλοι. Ήταν 30 Νοεμβρίου 1938 και ετοι­μαστήκαμε να ανεβούμε τα 999 σκαλιά του Παλαμηδιού, να πάμε στον Άγιο Ανδρέα.

Με τον κουμπάρο μου Ραφαηλίδη το 1938, ο οποίος κάποτε άνοιξε ποδηλατάδικο στο Κρανίδι.

Τα παπούτσια που φόραγα με στένευαν και είχα βγάλει το ένα και πήγαινα. Με έβλεπαν και λέγανε «θα το έχει κάνει τάμα να πάει με ένα» τότε ήτα τα τάματα, μία τότε ανέβαινε με τα… γόνατα. Τέλος, ανέβηκα κούτσα – κούτσα και μας λέει ο κ. Απαλοδήμας, που ήτανε Τετράρχης, ένα αξίω­μα της Νεολαίας Μεταξά και που τον είχαμε καθηγητή στα Μαθηματικά: «τους ζυγούς λύσατε και μόλις τελειώσει η λειτουρ­γία πάλι εδώ». Εγώ, τώρα, πρώτη φορά στο Παλαμήδι, που τότε ήταν σε κα­λύτερη κατάσταση, άρ­χισα την περιήγηση στα τείχη γύρω, ώσπου ακούω φωνές: «Βοήθεια, βοή­θεια». Τι είχε γίνει; Το κά­στρο είχε μια στέρνα με νερό βρόχινο, που μάζευ­ε και γέμιζε, είχε δε αρκε­τά σκαλιά μέσα κι ανάλο­γα του ύψους του νερού κατέβαιναν και προμηθεύοντο νερό. Όπου, τρεις νεαροί είχαν μπει να δουν το νερό και κάποιος ίσως από αστείο, τους αμπάρωσε μέσα με τρεις σι­δεριές, που έκλειναν απ’ έξω και δεν μπορούσαν να βγουν. Ποιος δεν θα τους άνοιγε ακούγοντας «βοήθεια», τράβηξα, λοι­πόν, τις τρεις αμπάρες να βγουν και τότε χυμήξανε και οι τρεις και με κάνα­νε ασήκωτο από το ξύλο. Ευτυχώς, κατά τύχη, εκεί­νη τη στιγμή περνούσε ο αδελφός του παππού μου Μιχάλης Παπαδόπουλος, που ήταν δάσκαλος στην Άρια και μετά στο νυχτε­ρινό δημοτικό του Ναυ­πλίου, μαζί ήταν επίσης και ο Νίκος Αντωναράκης, μουσικός στο Δήμο Ναυπλίου και επενέβησαν και σώθηκα. Έχασα και το αριστερό παπούτσι και κα­τέβηκα ξυπόλητος…

Η ατυχία συνεχίστηκε όταν μια καταρρακτώδης βροχή πλημμύρισε το Συ­νοικισμό. Τότε, όλα τα προσφυγικά σπίτια ήταν πλινθόκτιστα και επικίνδυ­να. Κοιμόμουν δίπλα στη γιαγιά όταν ακούω φωνή μεγάλη «πουτάνα γκελντί, πουτάνα»! Τότε εγώ, μικρός, με την φαντασία μου σκέφτηκα ότι αναφε­ρόταν σε κάποια πουτά­να, κοντά ήταν τότε οίκος ανοχής αλλά μετά κατάλα­βα ότι επειδή δεν τα μίλα­γε καλά τα ελληνικά, ήθε­λε να πει ότι «το ποτάμι ήλθε» και βγαίνω έξω, μέσ’ στη νύχτα και βλέπω το Νίκο, το γείτονά μας, με τα σώβρακα να τρέχει να

μαζέψει τα… φουσκωμέ­να άντερα που έφτιαχνε για να πουλήσει σ’ αυτούς φτιάχναν λουκάνικα. Πήγα κι εγώ και μάζευα γιατί εί­χαν πάρει δρόμο για τη θάλασσα. Θυμάμαι και το λοχαγό τον κ. Μαραβέα, που πηγαίναμε η Νεολαί­α στο στρατόπεδο και μας κάναν μαθήματα στους όλμους, που πρωτοπήραν για τον στρατό μας. Επίσης, τα γυμνάσια που κάνανε στον Σιδηροδρο­μικό Σταθμό, όπου προ­σπαθούσαν να μάθουν τα άλογα να μπαίνουν στα βαγόνια, γιατί κάτι μυριζό­ντουσαν για πόλεμο. Τον πόλεμο που δεν άργησε να ρθει..

Και θυμάμαι, τότε, που μου κάναν οι φίλοι απ’ το Γυμνάσιο τραπέζι με σκαντζόχοιρο και μπουλουγούρι και ήταν πολύ νό­στιμος. Επίσης, θυμάμαι, από τα χρόνια του Γυμνασίου στο Ναύπλιο, που εί­χαμε στο Συνοικισμό και Καραγκιόζη, 50 λεπτά το εισιτήριο και για να μπού­με τσάμπα μας δίναν πρόκες, τις βάζαμε στις ράγες του τραίνου και με το βάρος, που πέρναγε από πάνω τους, η άκρη της πρόκας πλάταινε και τις κάνανε κοπίδια για τις φιγούρες του Καραγκιόζη.

Στέφος Αλεξανδρίδης

Στην επάνω φωτογραφία, ο Στέφος μαζί με τον αδερφό του παππού του Μιχάλη Παπαδόπουλο, στο λιμάνι του Ναυπλίου (1946)

…………………

Δημοσιεύθηκε στον έντυπο ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗ  στις 26/11/2008 και περιέχεται στο βιβλίο “Έρδι Στέφουα” (εξαντλημένο).  Οι ιστορίες του Στέφου θα δημοσιεύονται – μέχρι… εξαντλήσεως – κάθε εβδομάδα από εδώ. 

 

Share on facebook
Share on twitter
Share on linkedin
Share on pinterest
Share on skype
Share on whatsapp
Share on email
Ακολουθήστε το infognomonpolitics.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις που αφορούν τα εθνικά θέματα, τις διεθνείς σχέσεις, την εξωτερική πολιτική, τα ελληνοτουρκικά και την εθνική άμυνα.

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ