Τα χρόνια μετά τον πόλεμο η καλύτερη δουλειά ήταν φωτογράφος.
Εγώ πρώτα ήμουνα τσαγκάρης, ο παππούς μου και ο πατέρας μου φωτογράφοι και ως συνήθως τα παιδιά δεν θέλουν να κάνουν τη δουλειά που έχει ο πατέρας. Και μού ‘λεγε ο πατέρας μου «βρε, δοκίμασε μια φορά και θα δεις ότι πιο πολλά θα βγάλεις ως φωτογράφος παρά ως τσαγκάρης».
Πράγματι, δοκίμασα και είδα τη διαφορά και ενώ μέχρι το 1945 ήμουν τσαγκάρης άλλαξα και έγινα φωτογράφος.
Για να μην κάνω, όμως, αντίπραξη του πατέρα μου αγόρασα ένα ποδήλατο και το πρώτο δρομολόγιο ήταν να πάω από την Κόστα στην Κοιλάδα, το 1952, όπου δούλεψα πολύ καλά αλλά το βράδυ, που θα γύριζα, πιάνει μια βροχή και έμεινα στην Κοιλάδα.
Ο Στέφος με τον Παντελή Λιώση, την κυρά Ματίνα και την Κατίνα Κοσμέτου (13-3-57)
Ρωτάω για κανένα ξενοδοχείο, μου λένε «στου Παντελή του Λιώση». Pάω και μου λέει η κυρά Ματίνα «δεν έχω, άμα θέλεις να σε βάλω να σε βάλω να κοιμηθείς με ένα γύφτο…». Τι να κάνω, δέχτηκα αλλά ο γύφτος ροχάλιζε τόσο δυνατά, που κόντευε να… ξηλώσει τη σκεπή.
«Καλέ κυρά Ματίνα πώς να κοιμηθώ με τέτοιο ροχαλητό;»
«Ε, να σε βάλω με τον Αντωνάκη μου», ο οποίος τότε ήταν μικρός αλλά πώς να κοιμηθώ, πάλι ακουγόταν το ροχαλητό.
Τότε μου λέει «να σε βάλω με έναν καλόγερο, στο άλλο δωμάτιο». Πάω στο άλλο δωμάτιο, που δεν ακουγόταν το ροχαλητό τόσο πολύ αλλά πού να βρω ησυχία, που ο καλόγερος ήταν… από τους άλλους. «Ώχ τι έπαθα, σκέφτηκα, πίσω μου σ’ έχω σατανά».
Bγαίνω έξω και λέω της κυρα Ματίνας: «καλέ από τη Σκύλα στη Χάρυβδη, δεν μπορώ» και τότε, βλέπω έξω το καΐκι του Ζόγκα, που κάθε πρωί εκτελούσε δρομολόγια Κοιλάδα – Ναύπλιο, γιατί τότε δεν υπήρχε ο σημερινός δρόμος. Πάω, λοιπόν, και κοιμάμαι στο γιατάκι του καϊκιού και το πρωί, που είχε σταματήσει η βροχή, παίρνω το ποδήλατο για να ξεκινήσω.
Με βλέπει η κυρά Ματίνα και μου λέει «πού πας, δεν πλήρωσες» της λέω ότι κοιμήθηκα στο καΐκι και δεν με πίστευε.
Τι να κάνω, για πρώτη φορά στην Κοιλάδα, που είχα δουλέψει, έδωσα και ας μη κοιμήθηκα…
Στέφος Αλεξανδρίδης
Στην φωτογραφία του άρθρου: Πίσω το ξενοδοχείο του Π. Λιώση (13-11-55)
Δημοσιεύθηκε στον έντυπο ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗ στις 11-9-2008 και περιέχεται στο βιβλίο “Έρδι Στέφουα” (εξαντλημένο)