Η Κοιλάδα, η περήφανη αυτή γωνιά της Αργολικής γης, που γέννησε Καπεταναίους ξακουστούς και την έκαναν γνωστή σ’ όλα τα λιμάνια της γης,
που με την αλμύρα της θάλασσάς της μεγαλώσαμε, είναι γνωστή σ’ όλο τον αλιευτικό κόσμο της πατρίδας μας για τα Ναυπηγεία της. Μεγάλωσα ουσιαστικά μέσα στο Ναυπηγείο, αφού η αυλή του σπιτιού μου ήταν το Ναυπηγείο. Οι θύμισες είναι γλαφυρές και ολοζώντανες.
Τα καράβια από τη Σάμο, που έφερναν την ξυλεία, τα βουβά- και σε σχήμα κυκλικό, με τζινέτια τα έβγαζαν στη στεριά, σε συνέπαιρναν. Στο σκάρωμα των καϊκιών με τα χνάρια, όταν ορθωνόταν η καρένα ένιωθες πως συμμετέχεις και συ. Με το πέτσωμα έβλεπες να παίρνει σάρκα και οστά το σκαρί που μέχρι πριν λίγο προβληματιζόσουν πώς θα επιπλεύσει. Με το φτιάξιμο των κουκετών φανταζόσουν πώς οι ψαράδες θα ξαποσταίνουν όταν το καΐκι θα κάνει πορεία. Για τα πετυχημένα κοράκια αλλά και το κοτσάκι, δείγματα καλαισθησίας και τέχνης παινευόσουν. Με τα κατάρτια, τα ξάρτια, τα ταμπούκια το όνειρό σου έπαιρνε την τελική του μορφή για να παλέψει με τον πουνέντη.
Με τους μηχανικούς να τοποθετούν και να δοκιμάζουν τις μηχανές, αλλά κυρίως με το ρίξιμο του καϊκιού στη θάλασσα, με τον αγιασμό, με την έπαρση των Καπεταναίων και την υπερηφάνεια των μαστόρων, με την πρώτη δοκιμή της μηχανής και την πρώτη βόλτα στο λιμάνι της Κοιλάδας, με την προσδοκία ότι τούτο το σκαρί θα είναι το γρηγορότερο, το πιο καλοτάξιδο, το πιο τυχερό, ζούσες ανεπανάληπτες στιγμές. Γνώρισα τον Μαστρομιχάλη τον Πάχο, έζησα τον πατέρα μου να παλεύει όλο για το καλύτερο, να μην συμβιβάζεται με τη μετριότητα.
Έφηβος εγώ διαφωνούσα μαζί του βλέποντάς τον μαζί με τους μαστό- ρους επί μέρες ολόκληρες να μετρούν με τα τερίζια, να σχίζουν τα ξύλα στην κορδέλα, να σμιλεύουν τα ζωνάρια, να πελεκάνε με τις ώρες και τα άμορφα σκληρά ξύλα να γίνονται στα χέρια τους καλλιτεχνήματα, δίχως να τους προβληματίζει η παραγωγικότητα.
Η απάντηση όμως ήταν αποστομωτική: «Εγώ είμαι τεχνίτης δεν είμαι έμπορος. Από τα δικά μου χέρια δε θα βγει σκαρί που να μην είναι όπως το θέλω». Και ο πήχης ήταν ψηλά.
Έπρεπε να ήταν καλοτάξιδο, να είχε καλά βαθυκά, να ριζώνει, να καρφώνει μέσα στη θάλασσα αλλά και πανέμορφο. Δεν επιτρεπόταν να μπει ξύλο β’ διαλογής. Τα μηχανήματα και τα μέσα λιγοστά, όλα σχεδόν με το χέρι και τα παραδοσιακά εργαλεία. Τα συμφωνητικά που έγραφα στην ΣΤ’ Δημοτικού είχαν ξύλινη γλώσσα: «εκ ξυλείας και πεύκης και καρφώσεως σιδηράς γαλβανισμένης».
Το Ναυπηγείο του Αντώνη Μαργέτα άνοιξε στην Κοιλάδα το 1937. Την κατοχή μεταφέρθηκε στις Σπέτσες, επειδή δεν υπήρχαν δουλειές και ο Θόδωρος ο Τουτουντζής ήταν αυτός που το 1952 του διαμήνυσε: «Μαστραντώνη έλα στην Κοιλάδα, οι δουλειές έχουν ανοίξει, σε περιμένουμε».
Έτσι συνεταιρίστηκαν για 10 χρόνια. Έζησα τους σημερινούς φημισμένους Ναυπηγούς, το Γιάννη το Λέκκα και το Μίμη το Μπασιμακόπουλο μαζί με τον αδελφό μου τον Παναή να ζυμώνονται μέσα στην τέχνη θεωρώντας την αυτοσκοπό και όχι εμπορική δραστηριότητα, να δουλεύουν με μεράκι ακούγοντας ολημερίς τα τραγούδια της ξενιτιάς του Στέλιου Καζαντζίδη. Εμπειρίες μοναδικές, ανεκτίμητες. Να βλέπεις τους καπεταναίους με ολόκληρη την οικογένεια τους να βάφουν, να βαφτίζουν τα καΐκια με τα πιο αγαπημένα ονόματα.
Ο μπάρμπα Κώστας ο Φασιλής, ο Νονός μου Αλέκος, ο Αντώνης και ο Ρίκος Εμμανουήλ, οι Γιώργος και Πάνος Τούσσας, ο Γιάννης ο Φασιλής, ο Κώστας ο Φλωρής, ο Πέτρος ο Κυριαζής από το Χέλι και δεκάδες καπεταναίοι από τα νησιά του Αιγαίου, από τη Σάμο μέχρι τη Χάλκη, ζούσαν από κοντά το σκάρωμα των καϊκιών τους κοντεύοντας να γίνουν και αυτοί Ναυπηγοί.
Οι σπιτομαραγκοί Γιάννης Τουτουντζής και Χρήστος Κακουριώτης αφιέρωσαν κομμάτια της ζωής τους στο Ναυπηγείο.
Οι τεχνίτες της Κοιλάδας συνεχίζουν μια παράδοση που αποτελεί αδιάλειπτη συνέχεια και κορύφωση τής τόσο παραστατικά περιγραφόμενης από τον Όμηρο ικανότητας των Ελλήνων στη Ναυπηγική Τέχνη.
Εύχομαι τα Κοιλαδιώτικα Ναυπηγεία να συνεχίσουν, όπως τα σημερινά και τα παλιότερα, να κρατούν πάντα τη θέση που τους πρέπει και τα Κοιλαδιώτικα καΐκια να είναι καλοτάξιδα, να ξεχωρίζουν σε όποιο λιμάνι αράζουν για την αρχοντιά τους
Γιάννης Α. Μαργέτας
Έχει δημοσιευθεί στην Ειδική Έκδοση «Κοιλάδα το ψαροχώρι της Αργολίδας» (καλοκαίρι 2002), του περιοδικού «Ματιές στην Αργολίδα», που εκδιδόταν από την Συντακτική Ομάδα του έντυπου ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗ.
Οι φωτογραφίες είναι του Στέφου Αλεξανδρίδη