Πάνω στο καπούνι το τζόβενο χτύπαγε την καμπάνα για να μας πει πόσα κλειδιά έχει ακόμα. Ο λοστρόμος ήταν στην μπόμπα και βιράριζε την καδένα της άγκυρας.
Το θαλασσινό νερό έτρεχε από τα όκια. Το στρίτσο είχε αρχίσει να γεμίζει με καδένα.
Πολλές φορές πάνω στο ζόρι η καδένα παρόλο ότι ήταν βρεγμένη, πετούσε σπίθες πάνω την αρπάγη του ράουλου της μπόμπας. Οκτώ κλειδιά είναι ακόμη !
Οι ναύτες αρχίζουν να ξεσκεπάζουν τα μούρινγκ. Σε λίγο θα αρχίσουν να δουλεύουν αυτά θα μπούμε μέσα στις λίμνες. Ο προορισμός είναι το Ντιτρόιτ στο Μίσιγκαν.
Λίγες εβδομάδες πριν βρισκόμαστε στο Port–de-Bouc της Γαλλίας. Eκεί φορτώναμε ένα παράξενο υλικό. Ήτανε γυαλί καμένο σε μορφή χαλικιού. Το χρησιμοποιούν στο Ντιτρόιτ για να στρώνουν τους δρόμους, να φωτίζονται το βράδυ. Μπορείτε να το βρείτε στο διαδίκτυο, πραγματικά, πόσο όμορφοι είναι αυτοί οι δρόμοι. Αποφασίσαμε να πάμε σε μία ταβέρνα για να φάμε την περίφημη μπουγιαμπέσα.
Στο Δημαρχείο του Port–de-Bouc
Μόλις βγήκαμε από την ταβέρνα ένας μικρός Αλγερινός μού μίλησε, ακούγοντας να μιλάμε μία γλώσσα που δεν καταλάβαινε:
«Qu’est-ce que tôle nationalité monsieur?»
«Je suis Grecque» του απάντησα στην ερώτησή, ποια είναι η εθνικότητά μας.
«Α, κύριε» μου είπε «σήμερα έχει μεγάλη γιορτή (σ.σ.: συνάντηση των Ελληνικών συλλόγων της περιοχής) στο Μέγαρο του Δημαρχείου με τους Έλληνες». Τον ρώτησα πού είναι το δημαρχείο του Port–de-Bouc. Ήταν πολύ κοντά. Ξεκινήσαμε να πάμε το ίδιο παρεάκι. Πάλι εγώ, ο Φώτης ο Τσούλος, ο Μάκης ο Αραβαντινός και ο Γιάννης ο Απέργης.
Φτάσαμε στην πόρτα, «Παιδιά» τους είπαμε «Είμαστε Έλληνες από το βαπόρι. Μπορούμε να περάσουμε;» Μόλις είπαμε την κουβέντα αυτή, είδαμε τον ενθουσιασμό των ομογενών στα πρόσωπά τους. Βλέπεις, τα χρόνια αυτά δεν υπήρχε το διαδίκτυο και η επικοινωνία, να μαθαίνεις πράγματα για την πατρίδα.
Μας έδωσαν ένα τραπέζι – πρώτο τραπέζι πίστα. Πρέπει να ήταν μες στην αίθουσα, την τεράστια, πάνω από 1000 άτομα. Τότε ανακοίνωσαν στα μεγάφωνα της ορχήστρας ότι φιλοξενούν Έλληνες ναυτικούς. Σε λίγο, το τραπέζι μας είχε γεμίσει κεράσματα. Συγκινούμαι που το θυμάμαι. Ήταν ένα πολύ γλυκό αγκάλιασμα. Εκεί κατάλαβα πόσο Έλληνας γίνεται ο Έλληνας όταν φεύγει από την πατρίδα του!
Άρχισαν οι Πολιτιστικοί σύλλογοι να χορεύουν παραδοσιακούς ελληνικούς χορούς και τότε είπα στο Φώτη τον Τσούλο ότι θα σηκωθούμε να χορέψουμε. Με τον Φώτη πάντα χόρευα με παρέα, γιατί κάναμε πρόβες μες στο βαπόρι. Όπως και έγινε.
Όταν χορέψαμε τσάμικο, ο Αραβαντινός μας είπε ότι δεν ήταν τσάμικο αλλά ασκήσεις εδάφους! Βλέπετε είχαμε νιάτα.
Ήταν όλα υπέροχα. Αναμειχθήκαμε με τον κόσμο. Μας έκαναν τόσες πολλές ερωτήσεις… Τους έλειπε η πατρίδα. Πολλοί από αυτούς, παρόλο ότι μιλούσαν πολύ καλά Ελληνικά, δεν είχαν έρθει ποτέ στην Ελλάδα. Είχαν γεννηθεί και είχαν μεγαλώσει στην περιοχή της Μασσαλίας !
Θα θέλαμε να μείνουμε πολλές μέρες εκεί αλλά οι ταινιόδρομοι φόρτωναν τόσο γρήγορα το βαπόρι. Δεν μείναμε παρά δύο μέρες, για να πάρουμε 30.000 τόνους!
Παρ’ όλη τη μικρή διαμονή, πάντα θυμάμαι με νοσταλγία το Port–de-Bouc, το Fos-sur-Mer και τo Martigues.
Το ταξίδι συνεχίζεται…
Καλό Πάσχα φίλοι μου!
Βαγγέλης Πίλουρης
Πόρτο Χέλι